διασκανδικιζω

διασκανδικιζω
    διασκανδικίζω
    δια-σκανδῑκίζω
    ирон. торговать кервелем
    

μέ μοί γε διασκανδικίσῃς! Arph. — ах, не приставай ты ко мне с этой овощной поэзией! (намек на то, что Эврипид был сыном зеленщицы)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "διασκανδικιζω" в других словарях:

  • διασκανδικίζω — (Α) μαζεύω σκάνδικας, λάχανα …   Dictionary of Greek

  • διασκανδικίσαι — διασκανδικίζω feed on chervil aor inf act διασκανδικίσαῑ , διασκανδικίζω feed on chervil aor opt act 3rd sg διασκανδῑκίσαι , διασκανδικίζω feed on chervil aor inf act διασκανδῑκίσαῑ , διασκανδικίζω feed on chervil aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασκανδικίσεις — διασκανδικίζω feed on chervil aor subj act 2nd sg (epic) διασκανδικίζω feed on chervil fut ind act 2nd sg διασκανδῑκίσεις , διασκανδικίζω feed on chervil aor subj act 2nd sg (epic) διασκανδῑκίσεις , διασκανδικίζω feed on chervil fut ind act 2nd …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασκανδικίσῃς — διασκανδικίζω feed on chervil aor subj act 2nd sg διασκανδῑκίσῃς , διασκανδικίζω feed on chervil aor subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασκανδικίσας — διασκανδικίσᾱς , διασκανδικίζω feed on chervil aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) διασκανδῑκίσᾱς , διασκανδικίζω feed on chervil aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»